dc.description.abstract | Το νερό είναι ένας μοναδικός φυσικός πόρος, τόσο διότι είναι απαραίτητο για την επιβίωση του ανθρώπου, όσο και διότι, σε μακροχρόνια κλίμακα, η συνολική διαθέσιμη ποσότητα νερού σε κάθε περιοχή, είναι περίπου σταθερή. Το νερό είναι ο πιο σημαντικός κρίκος όλων των βιοχημικών κύκλων, οι οποίοι μεταφέρουν υλικά μεταξύ των μεγαλύτερων γήινων δεξαμενών (ατμόσφαιρα, βιόσφαιρα, πεδόσφαιρα και υδρόσφαιρα). Εκτός από την ικανότητα του να μεταφέρει διαλυμένα και αιωρούμενα υλικά και τον ουσιώδη ρόλο του στη βιόσφαιρα, το νερό μπορεί να θεωρηθεί ένας κινούμενος διαλύτης, ένας καταλύτης και ένα αντιδραστήρια για τις περισσότερες βιοχημικές αντιδράσεις και διαδικασίες. Το παραδοσιακό μοντέλο διαχείρισης των «πεπερασμένων» υδατικών πόρων, όπως και οποιουδήποτε άλλου φυσικού πόρου, στηρίζεται στη τεχνοκρατική αντίληψη, σύμφωνα με την οποία σημασία έχει η οικονομική ανάπτυξη και η τεχνολογική πρόοδος και συνεπώς κάθε φυσικός πόρος αποτελεί μια από τις συνιστώσες της ανάπτυξης αυτής. Το αποτέλεσμα της μακροχρόνιας εφαρμογής του μοντέλου αυτού εκδηλώνεται τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα στις ανεπτυγμένες περιοχές, με την ανεπάρκεια του νερού, η οποία οφείλεται στην αύξηση των απαιτήσεων σε νερό και την υποβάθμιση της ποιότητάς του. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες η φυσική ποιότητα των υδατικών πόρων μεταβλήθηκε σημαντικά εξαιτίας των διαφόρων ανθρώπινων δραστηριοτήτων και χρήσεων του νερού. Οι περισσότερες περιπτώσεις ρύπανσης αναπτύχθηκαν βαθμιαία μέχρις ότου έγιναν φανερές και μετρήσιμες. Χρειάστηκε πολύς χρόνος μέχρι να φτάσει ο άνθρωπος στην αναγνώριση των προβλημάτων ρύπανσης και ακόμα περισσότερος για να γίνουν οι απαραίτητες μετρήσεις και ο ι έλεγχοι. Στα μέσα του εικοστού αιώνα και ταυτόχρονα με τη μεγάλη βιομηχανική ανάπτυξη, εμφανίστηκε στα μεγάλα ποτάμια της Ευρώπης το πρόβλημα τηςσοβαρής εποχιακής μείωσης του οξυγόνου, το οποίο οφειλόταν στην υπερφόρτωση των ποταμών με αποικοδομούμενα οργανικά λύματα αστικής και βιομηχανικής προέλευσης και προκάλεσε γενική υποβάθμιση της ποιότητας των νερών τους. Το πρόβλημα αυτό ακολούθησαν και άλλα διαφορετικής μορφής, έκτασης και έντασης ποιοτικά προβλήματα (ευτροφισμός, συσσώρευση βαρέων μετάλλων και οργανικών μικρορύπων, οξίνιση και τέλος αύξηση της συγκέντρωσης των νιτρικών). Η χώρα μας, η οποία δεν ακολούθησε την ίδια πορεία ανάπτυξης με αυτή των χωρών της Βόρειας Ευρώπης, δεν αντιμετώπισε με την ίδια χρονολογική ακολουθία και ένταση παρόμοια προβλήματα ρύπανσης των επιφανειακών υδατικών πόρων της. Όμως η συγκέντρωση του πληθυσμού σε ορισμένα αστικά κέντρα, η ευρύτατη και ανεξέλεγκτη εφαρμογή χημικών λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων στη γεωργία, η ραγδαία αυξανόμενη εισαγωγή χημικών ουσιών, η ευρύτατη διασυνοριακή μεταφορά ρύπων με μεγάλη εμμονή, η γενική αλλαγή των υδρογεωλογικών κύκλων και η απουσία συστηματικής εφαρμογής μέτρων ελέγχου, φέρνουν τη χώρα μας μπροστά σε προβλήματα ρύπανσης δεύτερης και τρίτης γενιάς, τη στιγμή που δεν έχουν ακόμα αντιμετωπιστεί επαρκώς τα «παραδοσιακά» προ βλήματα ρύπανσης. Η ρύπανση και η μόλυνση υδατικών πόρων απασχολεί επί δεκαετίες τη Διεθνή Κοινότητα. Η ρύπανση του νερού από μικροβιακά παθογόνα είναι το κύριο πρόβλημα στις περισσότερες υπανάπτυκτες και αναπτυσσόμενες χώρες, ενώ η χημική ρύπανση του νερού έχει ανακύψει σαν εξίσου σοβαρή απειλή σε όλες τις χώρες με γεωργική και βιομηχανική ανάπτυξη. Αυτοί οι κίνδυνοι για τον άνθρωπο και το Περιβάλλον αναγνωρίσθηκαν από τον Ο. Η.Ε . και το 1975, στα πλαίσια του Προγράμματος του για το Περιβάλλον (UΝΕΡ), ιδρύθηκε το Παγκόσμιο Σύστημα Επιμελητείας (GEMS). Οι εθνικές δράσεις στο τομέα του Περιβάλλοντος ενισχύθηκαν και ενώθηκαν κάτω από την ομπρέλα του GEMS. Πολλά διεθνή προγράμματα ελέγχου εφαρμόστηκαν από την UNΕΡ, τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (WHO), Τον Παγκόσμιο Οργανισμό Μετεωρολογίας (WMO), τον Οργανισμό Τροφίμων και Γεωργίας (FAO), τον Οργανισμό Εκπαίδευσης, Επιστήμης και Πολιτισμού (UNESCO) και άλλους διεθνείς και διακυβερνητικούς οργανισμούς. Στην ευρύτερη Περιοχή των Βαλκανίων τα θέματα που αφορούν τους υδατικούς πόρους και τα αποθέματά τους είναι ένα πολύ σημαντικό ζήτημα το οποίο θα πρέπει να μελετηθεί σε σχέση με τις προοπτικές ανάπτυξης που υπάρχουν στην εν λόγω Περιοχή, ιδιαίτερα για τις γείτονες, με την Ελλάδα, χώρες οι οποίες βρίσκονται σε ένα μεταβατικό στάδιο οικονομικής ανάπτυξης, εσωτερικών ζητημάτων και πολιτικού «status quo». Τέλος, οι προοπτικές ενσωμάτωσης των Βαλκανίων στο Ευρωπαϊκό γίγνεσθαι προσφέρουν ένα πιο γόνιμο έδαφος για την δυνατότητα συνεργασίας, μεταξύ των γειτονικών χωρών, πάνω σε θέματα φυσικών πόρων και ιδιαίτερα των υδάτινων αποθεμάτων. Μια τέτοια πρωτοβουλία, διατήρησης του πολύ πλούσιου Περιβάλλοντος της Περιοχής, αναβάθμισης και προστασίας του, μέσω της διεθνούς συνεργασίας, θα συντελέσει αποφασιστικά στην ορθολογική και αποτελεσματική διαχείριση των υδάτων που υπάρχουν σε αυτήν. | el_GR |