dc.description.abstract | Με την παρούσα διατριβή επιχειρείται να καταδειχθεί η επίδραση της αξιοποίησης του λαϊκού παραμυθιού στην ανάπτυξη της εγγράμματης προφορικότητας (Ong, 1971) των παιδιών της προφορικής δηλαδή επικοινωνίας τους. Τα παιδιά μαθαίνοντας γραφή και χρησιμοποιώντας τα ηλεκτρονικά μέσα, αλληλεπιδρούν με άλλα άτομα σε ένα κοινό προφορικό πλαίσιο. Επειδή το παραμύθι, ως εκπαιδευτικό ερέθισμα και κοινωνικό είδος, μπορεί να συμβάλει στην ανάπτυξη του προφορικού και του γραπτού λόγου, δημιουργήθηκε και εφαρμόστηκε ένα πλαίσιο δράσης, προκειμένου να αξιολογηθούν οι δεξιότητες του γραμματισμού πιλοτικά στη Δ΄ τάξη Δημοτικού και στην κύρια έρευνά μας σε όλο το 1ο Δημοτικό Σχολείο, Αρχαγγέλου Ρόδου, χωρίζοντας τις τάξεις σε μικρές (Α΄- Γ΄) και σε μεγάλες (Δ΄- ΣΤ΄).
Δόθηκαν ερωτηματολόγια (προ και μετά την παρέμβαση), σχετικά με τη στάση των μαθητών/μαθητριών απέναντι στο παραμύθι. Ακολούθησε η έρευνα-δράση, όπου πραγματοποιήθηκε διδασκαλία λαϊκών παραμυθιών (αφήγηση, αλληλεπίδραση με λογισμικό, δραματοποίηση, εικαστική παρέμβαση κτλ), τα παιδιά αναζήτησαν λαϊκούς παραμυθάδες. Τέλος έγιναν τα ίδια παραμυθάδες έχοντας ως κοινό τους /τις μαθητές/μαθήτριες, τους/τις εκπαιδευτικούς και τους γονείς.
Η παρέμβασή μας λειτούργησε σε πολλά επίπεδα, όπως το παραμυθιακό (τι είναι παραμύθι– πώς αρχίζει και τελειώνει ένα παραμύθι – μοτίβα), το κοινωνικό (σχολιασμός κοινωνικών και ηθικών θεμάτων από ήρωες λαϊκών παραμυθιών), το γλωσσικό (ιδίωμα, ακαδημαϊκή γλώσσα, προφορικός-γραπτός λόγος) και το αισθητικό επίπεδο της καλλιτεχνικής έκφρασης (ζωγραφική – παιχνίδια μέσω του ηλεκτρονικού προγράμματος – δραματοποίηση).
Εξετάστηκε, αν το λαϊκό παραμύθι ως πολυτροπικό κείμενο μπορεί να αποτελέσει δημιουργική διαδικασία μάθησης και βελτίωσης των δεξιοτήτων των παιδιών στη σύγχρονη σχολική τάξη (πχ δεξιότητες προφορικού, γραπτού λόγου), διευρύνοντας τον ορίζοντα γραμματισμού των παιδιών.
Από τα δεδομένα φάνηκε ότι τα παιδιά γνωρίζουν γραπτά και προφορικά παραμύθια και τα θεωρούσαν αξιόλογα, χωρίς να μειονεκτούν τα προφορικά παραμύθια έναντι των γραπτών ή το αντίθετο. Tα παιδιά μπορούν να κατανοήσουν εξίσου το γλωσσικό ιδίωμα ως προφορικό κείμενο και την ακαδημαϊκή γλώσσα ως γραπτό κείμενο. Πέρασαν από τον προφορικό ιδιωματικό λόγο στον γραπτό ακαδημαϊκό, μέσα από τη δραστηριότητα της γραφής, προσέχοντας τις εκφραστικές τους επιλογές, καθώς και τον τρόπο διατύπωσης του παραμυθιού. Το συμπέρασμα αυτό είναι σύμφωνο με αντίστοιχα του Lemke (1988), κατά τον οποίον, το παιδί στην σχολική τάξη αλλάζει τον γλωσσικό του κώδικα και την ποιότητα του ύφους του, προκειμένου να χρησιμοποιήσει τη γλώσσα του σχολείου.
Από τα 240 παιδιά του σχολείου, τα 35 (20 αγόρια και 15 κορίτσια) αφηγήθηκαν ένα ή περισσότερα λαϊκά παραμύθια. Το σύνολο των παραμυθιών έφτασε τα 41 (9 των μικρών τάξεων, 32 των μεγάλων) όπου περιλαμβάνονται διαφορετικά αφηγηματικά υποείδη, κυρίως όμως αφηγούται μαγικά παραμύθια.
Οι κειμενικές εναλλαγές λόγου βοήθησαν τα παιδιά να αναπτύξουν το γλωσσικό, το συναισθηματικό και νοητικό τους επίπεδο. Ο βαθμός κατάκτησης της ικανότητας παραγωγής προφορικού λόγου από τα παιδιά με τη χρήση του λαϊκού παραμυθιού ως εργαλείου μάθησης, αλλά και ως πολυτροπικό κείμενο, είναι αρκετά ικανοποιητικός. Υπάρχει, πράγματι, στενή σχέση μεταξύ των δύο όψεων της γλωσσικής ικανότητας, της επικοινωνιακής και της ακαδημαϊκής (Cummins, 1999· ∆αµανάκης, 2001). Τα παραμύθια, λοιπόν, διαθέτουν απεριόριστες δυνατότητες, που μπορούν οι εκπαιδευτικοί να αξιοποιήσουν. | el_GR |