dc.description.abstract | Οι φυσικές καταστροφές δύναται να επιφέρουν σοβαρές επιπτώσεις σε κοινωνικό, οικονομικό και περιβαλλοντικό επίπεδο, συγκαταλεγόμενων των θανάτων, τραυματισμών, ασθενειών, μόλυνσης του περιβάλλοντος, αστοχιών σε κατασκευές και σχετιζόμενων με την οικονομία εμποδίων. Ειδικότερα οι σεισμοί, ως φυσικοί, γεωλογικοί κίνδυνοι απειλούν τις κοινωνίες σε πολλά μέρη του πλανήτη. Αναλόγως των χαρακτηριστικών τους, (π.χ. μέγεθος, επικεντρική απόσταση κλπ), οι σεισμοί μπορούν να θέσουν τον πληθυσμό σε διαφορετικά επίπεδα απειλών. Ειδικότερα, οι συνέπειες από τρωτές κτιριακές υποδομές περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων, θανάτους ή τραυματισμούς, διακοπή των συγκοινωνιών ή των τηλεπικοινωνιών κ.α.
Επιπρόσθετα, ένα πολύ σημαντικό θέμα που προκύπτει μετά από ένα σεισμό είναι η διαχείριση μαζικών ποσοτήτων μπαζών και οικοδομικών αποβλήτων, γεγονός το οποίο μπορεί να προκαλέσει σοβαρά προβλήματα στην υγεία των πολιτών, στο περιβάλλον και στις μεταφορές, όπως για παράδειγμα μετάδοση ασθενειών, μόλυνση ή καθυστερήσεις στην παροχή βοήθειας της πληγείσας περιοχής καθώς και διακοπή άμεσης πρόσβασης στην περιοχή. Η έλλειψη ετοιμότητας εκ μέρους της πολιτείας καθώς και η έλλειψη πληροφορίας αναφορικά με τις διαθέσιμες εγκαταστάσεις διαχείρισης αποβλήτων μιας περιοχής και τη δυναμικότητα τους, το κτιριακό απόθεμα μιας περιοχής καθώς και τη σύνθεση των παραγόμενων αποβλήτων καθυστερούν σημαντικά τις προσπάθειες αποκατάστασης, εντείνουν τη δυσαρέσκεια των πολιτών και προκαλούν ανεπανόρθωτες περιβαλλοντολογικές, οικονομικές και κοινωνικές ζημίες μακροπρόθεσμα.
Η εκτίμηση των ποσοτήτων και της σύνθεσης των οικοδομικών αποβλήτων που μπορούν να προκύψουν μετά από μια φυσική καταστροφή είναι μείζονος σημασίας στον σχεδιασμό εκ μέρους της πολιτείας κατάλληλων συστημάτων συλλογής, διαλογής και διαχείρισης τους. Αυτή η εκτίμηση μπορεί επίσης να συμβάλει καθοριστικά στην επιλογή του κατάλληλου χώρου απόθεσης των αποβλήτων σε περίπτωση καταστροφικού συμβάντος, ώστε να διευκολυνθεί ο καθαρισμός της περιοχής από τα συντρίμμια τις πρώτες κρίσιμες ώρες μετά από την εκδήλωση της καταστροφής. H εύρεση ενός χώρου προσωρινής αποθήκευσης των αποβλήτων κρίνεται αναγκαία, λόγω του ότι οι διαθέσιμες εγκαταστάσεις υποδοχής αποβλήτων μιας περιοχής δεν είναι σε θέση να διαχειριστούν τον τεράστιο όγκο των παραγόμενων αποβλήτων αλλά και λόγω της ανεπάρκειας συνήθως του διαθέσιμου μηχανικού εξοπλισμού για την απομάκρυνση και μεταφορά τους. Επίσης, μια εκτίμηση των ποσοτήτων αποβλήτων από καταρρεύσεις ή από μετέπειτα κατεδαφίσεις λόγω σοβαρών βλαβών των κτιρίων, κρίνεται αναγκαία προκειμένου να υπάρξει πρόβλεψη του κόστους απομάκρυνσης τους ώστε να βρεθούν εκ των προτέρων από την πολιτεία πηγές χρηματοδότησης.
Ο υπολογισμός των ποσοτήτων αποβλήτων που μπορεί να προκύψει από φυσικές καταστροφές μπορεί να πραγματοποιηθεί γνωρίζοντας το διαθέσιμο κτιριακό απόθεμα μιας περιοχής. Υπολογίζοντας τις ποσότητες των οικοδομικών υλικών που έχουν χρησιμοποιηθεί κατά την κατασκευή των κτιρίων, υπολογίζονται ταυτόχρονα και οι ποσότητες των αποβλήτων που μπορεί να προκύψουν μετά ένα καταστροφικό συμβάν. Ωστόσο, υπάρχει έλλειψη πραγματικών δεδομένων στην καταγραφή των κτιριακών υποδομών τόσο σε παγκόσμια κλίμακα όσο και εθνική κλίμακα που να επιτρέπει μέχρι σήμερα την ανάπτυξη υπολογιστικών μοντέλων που να προβλέπουν με ασφάλεια τις παραγόμενες ποσότητες των αποβλήτων.
Επίσης, το μεγαλύτερο μέρος των οικοδομικών αποβλήτων μετά από καταστροφές αποτελείται κυρίως από αδρανή απόβλητα (70-90 %) όπως το σκυρόδεμα, τα τούβλα, τα πλακάκια, οι λιθοδομές, υλικά τα οποία μπορούν να ανακτηθούν και να ανακυκλωθούν. Είναι έτσι κατανοητό το οικονομικό όφελος που μπορεί να προκύψει από τη διαδικασία ανακύκλωσης τους αλλά και η μείωση των διατιθέμενων αποβλήτων σε χώρους υγειονομικής ταφής. Έτσι, οι εκτιμήσεις των ποσοτήτων και των διαφορετικών ρευμάτων αποβλήτων καταστροφών απασχολούν τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότερο τους αρμόδιους φορείς, ώστε να μπορέσουν να αναπτύξουν σχέδια αποκατάστασης των πληγεισών περιοχών. | el_GR |