dc.description.abstract | «Εγώ ήμουνα πολύ μικρό [όταν μπήκα στο ίδρυμα]. Επειδή οι τουαλέτες ήτανε έξω από το δωμάτιο, ώσπου να γυρίσω από την τουαλέτα κοιμόμουνα. […] Δηλαδή υπνοβατούσα. Και πήγα στο διάδρομο, που ήταν ένα ρολόι, και έτυχε να χτυπάει την ώρα, και έκανε “ντιν ντιν”, και έμεινα εγώ, υπνοβατούσα, και μετρούσα... Όταν άκουσα το δώδεκα, τρόμαξα! Λέω “Που βρίσκομαι τώρα”; Ήταν αυτό... Από την αγκαλιά της μαμάς […], που με κοίμιζε στην αγκαλιά της...Μετά βρέθηκα εκεί...», μου αφηγείται η Κατερίνα, εβδομήντα τεσσάρων ετών, η οποία εισήχθηκε στο Μιχάλειο Ορφανοτροφείο Θηλέων Χίου, το 1953 σε ηλικία έξι ετών και έμεινε εκεί μέχρι τα είκοσι της. Η εργασία αυτή θέτει στο επίκεντρο τις μαρτυρίες έξι πρώην τροφίμων του ιδρύματος, και ακολουθεί την πορεία των ίδιων από την είσοδο, την απόδοση τους εκεί, μέχρι και την έξοδο τους. Η διάταξη των κεφαλαίων αποκτά έτσι τη μορφή μιας διαβατήριας τελετής: Εκκινώντας από το στάδιο της μετάβασης, από την οικογένεια στο ίδρυμα, και τις διαδικασίες μετατροπής των παιδιών σε τροφίμους, η πορεία συνεχίζει προς την ενσωμάτωση των κοριτσιών στο νέο αυτό περιβάλλον, μέχρι και την αποχώρησή τους από αυτό και τη ζωή μετά και πέρα από το ίδρυμα. Κεντρική θέση στο κείμενο έχουν οι βιο-αφηγήσεις και οι μνήμες των ίδιων των κοριτσιών, ηλικιωμένων γυναικών πλέον. Όχι τόσο τα ίδια τα βιώματα τους από το ίδρυμα, αλλά οι αναμνήσεις και νοηματοδοτήσεις αυτών των βιωμάτων στο παρόν, τη στιγμή της συνέντευξης. Οι μαρτυρίες αυτές, η «από τα κάτω» σκοπιά, τίθεται σε έναν διάλογο, και όχι εκ προοιμίου σε αντιπαράθεση, με το λόγο των «από τα άνω», ο οποίος ενσωματώνεται στα πρακτικά των συνεδριάσεων της Διοικητικής Επιτροπής του Ορφανοτροφείου, αλλά και στην προφορική μαρτυρία της γιαγιάς μου, Κικής Σαραντινίδου, η οποία κατείχε τη θέση της διαχειρίστριας του ιδρύματος τις δεκαετίες 1960-1980, και η οποία αποτελεί το βασικό λόγο για τον οποίο δημιουργήθηκε αυτή η μελέτη-ενθύμιο | el_GR |